- μειλιχίη
- μειλιχίη: mildness, i. e. ‘feebleness,’ πολέμοιο, Il. 15.741†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
μειλιχίη — μειλίχιος gentle fem nom/voc sg (epic ionic) μειλιχία gentleness fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειλιχίῃ — μειλίχιος gentle fem dat sg (epic ionic) μειλιχία gentleness fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειλιχία — και ιων. τ. μειλιχίη, ἡ (Α) 1. πραότητα, ημερότητα, ηπιότητα 2. ευμένεια, φιλοφροσύνη, ευγένεια 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἱκετεία». [ΕΤΥΜΟΛ. < μείλιχος «πράος, γλυκός» + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek